- ἠέροθεν
- ἠέρο-θεν, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. for ἀερ-,A from air, APl.4.107 (Jul.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
ἠερόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)